Λίστα αντικειμένων

Η Μονή Αγίων Αποστόλων ευρίσκεται στην ορεινή περιοχή του Δήμου Αιγείρας (όρια Δ.Δ. Περιθωρίου), μεταξύ Σελιάνας και Περιθωρίου, στα πρώτα χιλιόμετρα του χωμάτινου δρόμου που οδηγεί στο Σαραντάπηχο.
Η Μονή βρίσκεται μέσα στην καρδιά του δάσους Περιθωρίου που αποτελεί τη συνέχεια του δάσους της Ζαρούχλας και είναι το μεγαλύτερο του νομού Αχαΐας, με πλούσια βλάστηση από μαύρη πεύκη, έλατα και καστανιές.
Περί το 1600 μ.Χ. τοποθετούν οι ιστορικοί την κατασκευή του καθολικού (ναού) της Μονής. Και τούτο, επειδή δεν ευρέθησαν στοιχεία, που να αποδεικνύουν την λειτουργία της και τον 16ο αιώνα, πράγμα, όμως, διόλου απίθανο. Η πρώτη αναφορά για τους Αγίους Αποστόλους γίνεται από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο Σκαρπέτη, που γεννήθηκε το 1641 στην Αράχωβα και χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή το 1652, από τον Μητροπολίτη Κορίνθου Γρηγόριο Γουλιανό. Το 1743 ο τέως ηγούμενος Αγαθάγγελος με δικά του χρήματα προχώρησε στην κατασκευή του τέμπλου του Ναού. που σώζεται μέχρι σήμερα. Η επιγραφή πάνω από τη βόρεια θύρα του Ιερού αναφέρει: "Ηστορίθη και εχρυσόθη το ιερόν και θείον τούτο τέμπλιον δια συνδρομής και εξόδου του Πανοσιώτατου εν ιερομονάχοις κυρ Αγαθάγγελου πρώην ηγουμένου, δια ψυχικήν αυτού σωτηρίαν."
Τον Ιανουάριο του 1829 κατόπιν εντολής του Καποδίστρια διενεργήθηκε καταγραφή της περιουσίας των Μοναστηριών της Πελοποννήσου. Στο εν λόγω Μοναστήρι καταγράφηκαν τα εξής: 1 αργυρό δισκοπότηρο, 1 αργυρό ευαγγέλιο, 2 αργυρά κανδήλια, 2 κουτιά άγια λειψάνων ζεντεφένια, τα αναγκαία ιερά σκεύη και βιβλία εκκλησίας. 25 στρέμματα μη καλλιεργήσιμα γύρω από τη μονή, 2 μύλους, 25 στρέμματα αμπέλι και στο μετόχι (Μαυρέντι) 25 στρέμ. χωράφια, 25 + 3 στρέμ. αμπέλια, 11 στρέμ. σταφίδες, 1 ελαιοτριβείο, 120 ελαιόδενδρα, 150 αιγοπρόβατα, 6 γελάδια, 2 άλογα, 7 βόδια.
Ηγούμενος, το 1829, ήταν ο Άνθιμος, ενώ διέμεναν και 3 ιερομόναχοι, 4 μοναχοί, 4 δόκιμοι, 6 μισθωτοί. Οι οφειλές του μοναστηριού σε διαφόρους ήταν 2690 γρόσια.
Το 1834 υπήχθη ως Μετόχι στο Μέγα Σπήλαιο.
Τον Ιανουάριο του 1836 το μοναχικό δυναμικό στους Αγίους Αποστόλους είχε ως εξής: Παρθένιος Παναγιωτόπουλος από τη Σελιάνα, ετών 52, προηγούμενος, μπήκε στη μονή το 1800. Άνθιμος Θεοχαρόπουλος από τη Σελιάνα, ηγούμενος, ετών 40, μπήκε στη Μονή το 1809. Διονύσιος Νικολόπουλος από το Περιθώρι, ετών 38, ιερομόναχος, μπήκε στη Μονή το 1810. Ανανίας Παναγιωτακόπουλος από τη Σελιάνα, ετών 35, ιερομόναχος, μπήκε στη Μονή το 1815. Δαμιανός Ρηγόπουλος από το Σαραντάπηχο, ετών 110, μοναχός, μπήκε στη Μονή το 1755, ο οποίος ήταν τυφλός και από το 1826 ήταν κατάκοιτος. Αγάπιος Σταματόπουλος από τη Γκούρα, ετών 38, μοναχός, μπήκε στη Μονή το 1815. Χριστόφορος Βασιλακόπουλος από τη Βλοβοκά, ετών 30, μοναχός, μπήκε στη Μονή το 1820.
Την εποχή εκείνη η μονή εκτός από το Μετόχι στο Μαυρέντι, είχε εκτάσεις και στην Ακράτα, στις οποίες ήθελαν να μετοικήσουν κάτοικοι των Χασίων. Ζητήθηκε κρατική παρέμβαση από τον Νομάρχη Αχαΐας – Ηλίας, ώστε να εκτιμηθεί η έκταση και να πωληθεί, λόγω και της άσχημης οικονομικής κατάστασης του μοναστηριού.
Το 1848 διατάχτηκε έρευνα στα οικονομικά του και υπήρξε παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου με την οποία σταμάτησε η διχόνοια που υπήρχε μεταξύ των μοναχών. Ηγούμενος ήταν ο Αβέρκιος και προηγούμενος ο Χριστόφορος. Το 1851 είχε 11 μοναχούς.
Το Μοναστήρι ανακαινίστηκε το 1896. Ο τελευταίος μοναχός που υπηρέτησε εκεί ήταν ο Φιλάρετος (Ιωάννης) Γιαννόπουλος από τη Βελλά (1955).
Λίγο αργότερα τοποθετήθηκε εκεί η μοναχή Πανσέμνη Φαρμάκη από τη Βεργουβίτσα.
Τον Απρίλιο του 1969 σεισμός κατέστρεψε τον ξενώνα που κατεδαφίστηκε το 1973. Η ανέγερση νέου άρχισε το 1974 με ποσό 100.000 δρχ. που έδωσε η Νομαρχία Αχαΐας.

Οι τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής είναι τεχνοτροπίας Κρητικής Σχολής και αποτελούν έργο του 1621 από τον χρωστήρα του εκ Ναυπλίου λαϊκού αγιογράφου Δημήτριου Μόσχου. Το γεγονός είχε καταγραφεί σε επιγραφή που βρισκόταν στο νότιο κλίτος του καθολικού, στο σημείο στο οποίο κατά τη δεκαετία του 1920 ανοίχθηκε δεύτερη θύρα εισόδου. Εξ αιτίας της πτώσης της ανωδομής και της κατασκευής ξύλινης οροφής καταστράφηκαν όχι μόνο τα ανώτερα τμήματα του διάκοσμου αλλά και η επιγραφή της ιστόρησης του ναού. Ο εκ των ιδρυτικών μελών της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών Ν. Καλογερόπουλος ήταν ο τελευταίος που την είδε τον Αύγουστο του 1922 και την ανέφερε σε σχετικό πόνημά του διασώζοντας το έτος, 1621 και τους μαΐστορες που εργάστηκαν για την αγιογράφηση: τον Δημήτριο Μόσχο και τον βοηθό του Κανάκιο.
Ο ναός είναι εσωτερικά κατάγραφος από τοιχογραφίες, ενώ ο αγιογραφικός κύκλος του χωρίζεται σε τέσσερις ζώνες. Το 1773 κατά τη διάρκεια της επιδρομής των Τουρκαλβανών, που λεηλάτησαν επί μια δεκαετία την Πελοπόννησο ως αντίποινα για τη συμμετοχή των Ελλήνων του Μοριά στα Ορλωφικά, πολλές αγιογραφημένες μορφές αγίων του ναού απώλεσαν τους οφθαλμούς τους ως πράξη βανδαλισμού. Μετά τη δεκαετία του 1960 πολλές εξ αυτών έχουν συντηρηθεί διατηρώντας την αρχική τους εκφραστικότητα.


